- σανσεβιέρα
- ή σανσεβιέρια ή σανσεβερινία, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγαυίδες τής τάξης λιλιώδη, με 60 περίπου είδη που απαντούν στην Ασία και στην Αφρική, μερικά από τα οποία περιέχουν στα φύλλα τους ανθεκτικές ίνες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σχοινιών και χορδών τόξου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sansevieria / sanseviera, από το όν. τού Raimondo di Sangro, Ιταλού μελετητή και πρίγκιπα τού San Severo].
Dictionary of Greek. 2013.